- κατηρεμίζω
- κατηρεμίζω (Α)κάνω κάποιον εντελώς ήρεμο, καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον («βουλόμενος αὐτοὺς κατηρεμίσαι», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατηρεμίζει — κατηρεμίζω calm pres ind mp 2nd sg κατηρεμίζω calm pres ind act 3rd sg κατηρεμίζω calm pres ind mp 2nd sg κατηρεμίζω calm pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηρεμίσαι — κατηρεμίζω calm aor inf act κατηρεμίσαῑ , κατηρεμίζω calm aor opt act 3rd sg κατηρεμίζω calm aor inf act κατηρεμίσαῑ , κατηρεμίζω calm aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηρεμίσθησαν — κατηρεμίζω calm aor ind pass 3rd pl κατηρεμίζω calm aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) κατηρεμίζω calm aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατηρεμίζω — Μ καθιστώ κάτι εντελώς ήρεμο και γαλήνιο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατηρεμίζω «καθησυχάζω, καταπραΰνω»] … Dictionary of Greek